Του Σταύρου Λυγερού
Θα μου επιτρέψετε να μην μπω σ` αυτά τα οποία γνωρίζετε ήδη, θα μου επιτρέψετε να εστιάσω στα τελευταία, στη διπλωματική πτυχή, γιατί από κει θα κριθεί και η έκβαση αυτής της μάχης.
Γνωρίζετε όλοι, ότι από το 1993, που το Κράτος αυτό εισήλθε στον Ο.Η.Ε. με το προσωρινό όνομα, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, και πολύ περισσότερο μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, όπου και τα δύο μέρη αποδέχτηκαν την υποχρέωση να διαπραγματευτούν για να βρουν ένα κοινά αποδεκτό οριστικό όνομα για το Κράτος.
Θέλω στο σημείο αυτό να επιστήσω την προσοχή σας: δεν αναφέρεται ούτε στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ούτε στην Ενδιάμεση Συμφωνία ότι το όνομα θα είναι για διεθνή χρήση ή θα είναι για κάποια χρήση. Μιλούσαν και τα δύο για ένα όνομα που θα είναι το οριστικό όνομα αυτού του Κράτους, προφανώς για όλες τις χρήσεις. Από τότε μέχρι το 2007 τι είχαμε; Θα κάνουμε έναν πολύ-πολύ επιγραμματικό απολογισμό.
Είχαμε μία διαπραγμάτευση, η οποία με ευθύνη της άλλης πλευράς είχε καταστεί απολύτως προσχηματική, πήγαιναν δηλαδή οι δύο διαπραγματευτές, έπιναν τον καφέ τους, ο Έλληνας διαπραγματευτής έλεγε: να ψάξουμε να βρούμε κάποιο όνομα, ο άλλος έλεγε: “Μακεδονία και μόνο Μακεδονία, και, άντε να σας κάνουμε και τη χάρη εσείς να μας αποκαλείτε μ` ένα όνομα που θα βρούμε, να βάλετε και σε παρένθεση τα Σκόπια”. Να μας ζαχαρώσουν δηλαδή το χάπι. Αυτή ήταν η διαδικασία. Και πρέπει να σας πω ότι μας έσωσε η αλαζονεία τους. Η ελληνική πλευρά ήταν έτοιμη να το δεχτεί, πρότεινε λύσεις, ονομασίες που όχι μόνο απείχαν από τις αρχικές θέσεις, αλλά θα έκαναν ακόμη και αυτούς οι οποίοι μιλούσαν για σύνθετη ονομασία να τους σηκωθεί η τρίχα. Παλεύαμε για μια παρένθεση δηλαδή, και δεν την έκαναν δεκτή. Είναι αυτά τα παιχνίδια που παίζει η Ιστορία.
Όταν αυτό το Κράτος έφτασε να έχει μπροστά του την προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και ήδη είχε κάνει τα πρώτα βήματα στην ενταξιακή πορεία του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε πάρει και τελωνειακή ένωση, είχε γίνει και υποψήφιο προς ένταξη Κράτος με το προσωρινό όνομα “FYROM” το οποίο είχε καταντήσει φύλλο συκής και για την ελληνική διπλωματία, είχε βολευτεί. Το οποίο όνομα πρέπει να ξέρουμε ότι τα ίδια τα Σκόπια αμφισβητούσαν εμπράκτως. Είχαμε και αστείες σκηνές. Ακόμη και σε Κοινοτικά Όργανα που συμμετείχαν υποψήφιες χώρες έβγαζαν το ταμπελάκι με το “FY ROM” και έβαζαν το “Μακεδονία”, με αποτέλεσμα να παράγεται μία εικόνα η οποία δεν ήταν και η καλύτερη, με διαμαρτυρίες και με κατανάλωση διπλωματικής ενέργειας.
Όταν ετέθη, το ζήτημα της ένταξης στο ΝΑΤΟ, εν όψει δηλαδή της Συνόδου Κορυφής στο Βουκουρέστι, η ελληνική πλευρά, η ελληνική διπλωματία είχε δρομολογήσει να επαναλάβει αυτό το οποίο είχε κάνει και τις προηγούμενες φορές, δηλαδή να παρακάμψει το πρόβλημα, να αποδεχθεί την ένταξη με το προσωρινό όνομα “FYROM” εγκαταλείποντας στην πραγματικότητα το τελευταίο όπλο που έχει μείνει στην Ελλάδα.
Έπρεπε μετά να κατεβάσουμε και τα “στόρια” να τους πούμε κι εμείς Μακεδονία γιατί δε θα είχε και νόημα. Δόθηκαν πολλές μάχες στο παρασκήνιο. Και πρέπει να σας πω, ως ρεπόρτερ, ότι δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα γίνει αυτό που τελικώς έγινε στο Βουκουρέστι. Παίχτηκε στον πόντο. Συγκρούστηκαν αντίθετες απόψεις μέχρι να γείρει η ζυγαριά στη θέση που τελικά διατυπώθηκε, δηλαδή στη θέση ότι το γειτονικό μας Κράτος δεν μπορεί να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και δε θα μπορέσει να προχωρήσει και η ενταξιακή πορεία του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εάν δεν έχει βρεθεί μία κοινά αποδεκτή ονομασία, εάν δεν έχει λυθεί το πρόβλημα.
Από τη στιγμή όμως που έγειρε η ζυγαριά και παρά τις πιέσεις που ασκήθηκαν - πιέσεις οι οποίες είχαν αμερικανική σφραγ ίδα κυρίως, αλλά και πιέσεις οι οποίες μεταβολίζονταν και εκφράζονταν και στο εσωτερικό της χώρας - για να μην πω και στο εσωτερικό της Κυβέρνησης. Τελικώς, παρ` όλα αυτά, φτάσαμε στο Βουκουρέστι και έχοντας μία θέση η οποία εκφράστηκε με την ομιλία του Πρωθυπουργού στο δείπνο (δεν έγινε γνωστή αυτή η ομιλία, ήταν μία εξαίρετη ομιλία) έκανε πάρα πολλούς ηγέτες οι οποίοι παλιά έλεγαν “δεν καταλαβαίνουμε τι λέτε”, να πουν ότι οι θέσεις της Ελλάδας ήταν πολύ σοβαρές. Και δεν ήταν μόνο ο Σαρκοζί, ήταν κι άλλοι που το είπαν, με αποτέλεσμα να μη χρειαστεί καν να ασκήσει βέτο η Ελλάδα, είχαμε μία κοινή απόφαση του ΝΑΤΟ. Το λέω αυτό γιατί έχει σημασία σχετικά με την προσφυγή που έκαναν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Μετά από αυτή την απόφαση η Ελλάδα για πρώτη φορά στην πραγματικότητα αποκτά το πολιτικό και διπλωματικό πλεονέκτημα. Εάν αυτή η διπλωματική μάχη ήταν μια παρτίδα σκάκι μεταξύ δύο μαιτρ του παιχνιδιού, τα Σκόπια θα έπρεπε να έχουν εγκαταλείψει την παρτίδα, γιατί η διάταξη, τα πιόνια, εγγυάται ότι η νίκη θα είναι από αυτήν την πλευρά, θα είναι από την πλευρά της Αθήνας. Το λέω αυτό γιατί πραγματικά τα Σκόπια έχουν εγκλωβιστεί, είναι στη μέγγενη. Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβάλει στα Σκόπια να αλλάξουν το όνομά τους, μπορεί όμως να καταστήσει την επιλογή εμμονής στο μακεδονισμό (γιατί δεν είναι μόνο το όνομα του Κράτους το πρόβλημα, έχει να κάνει με το όνομα της ταυτότητας, με τη μονοπώληση της μακεδονικής ταυτότητας, αυτό που ονομάζουμε ιδεολόγημα του μακεδονισμού, εκεί βρίσκεται ο πυρήνας), η επιλογή αυτή μπορεί να καταστεί εξαιρετικά κοστοβόρα, πολιτικά κοστοβόρα για αυτό το Κράτος. Αυτό μπορεί να το κάνει η Αθήνα, και στο Βουκουρέστι το έκανε. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα εμμείνει σ` αυτήν την πολιτική, γιατί αν εμμείνει μπορεί να πούμε ότι έχει εξασφαλισμένη τη νίκη σ` ένα δύσκολο αγώνα, σ` ένα δύσκολο διπλωματικό πόλεμο που κρατάει 18 χρόνια.
Κανονικά θα έπρεπε να είμαστε πολύ σίγουροι ότι αυτό θα συμβεί. Αφού το πλεονέκτημα είναι στο χέρι μας, θα το αφήσουμε; Θα μου επιτρέψετε να κρατήσω μία επιφύλαξη. Η ελληνική πολιτική ελίτ έχει διαπράξει σφάλματα, τα οποία δε θα έπρεπε να έχουν διαπραχθεί. Γι` αυτό θέλω να είμαι επιφυλακτικός.
Μετά το Βουκουρέστι ο Γκρούεφσκι είχε δύο πολιτικές επιλογές, δύο δρόμους. Ο ένας δρόμος ήταν να αποδεχτεί το πολιτικό αποτέλεσμα που παρήγε η απόφαση του Βουκουρεστίου και να αναζητήσει ένα συμβιβασμό μέσα από μία ουσιαστική διαπραγμάτευση με την Ελλάδα, ένα συμβιβασμό που να αντανακλά την πραγματικότητα της περιοχής. Γιατί η Ελλάδα δεν ήθελε ποτέ, και συνεχίζει να μη θέλει, την ταπείνωση των γειτόνων. Ένας ταπεινωμένος γείτονας είναι ένας κακός γείτονας. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να το επιθυμεί αυτό.
Αντίθετα, αν λυθεί μ` έναν τρόπο που να αντανακλά την πραγματικότητα της περιοχής, που να αντανακλά την πραγματικότητα της ιστορίας η Ελλάδα θα είναι ένας πολύτιμος γείτονας - δεδομένου ότι δεν υπάρχουν και άλλες μεγάλες διαφορές.
Ο Γκρούεφσκι δεν επέλεξε αυτόν το δρόμο. Γνωρίζοντας ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν εί ναι μία κι έξω, δεν είναι ή γίνεται τώρα ή δε γίνεται ποτέ, ότι υπάρχει και το άλλο εξάμηνο, η επόμενη Σύνοδος Κορυφής και η μεθεπόμενη, επέλεξε να προσπαθήσει τον πολιτικό και διπλωματικό απεγκλωβισμό με διάφορες κινήσεις, κυρίως ανοίγοντας νέα μέτωπα. Το πολιτικό σύστημα στα Σκόπια ακολούθησε, και βεβαίως ακολούθησε και η κοινή γνώμη μέσα στον εθνικιστικό πυρετό που επικρατεί εκεί. Επαναλαμβάνω: Είναι μία επιλογή η οποία είναι λογική. Γιατί το ΝΑΤΟ δεν έκλεισε οριστικά την πόρτα. Άρα μπορεί να ελπίζει τουλάχιστον, να προσπαθήσει να εξασφαλίσει την ένταξη χωρίς να κάνει υποχωρήσεις στο ζήτημα της ονομασίας. Τι έκανε; Το ξέρουμε. Μακεδονική μειονότητα, περιουσίες, διπλωματία των επιστολών. Θα μου πείτε ποιο το αποτέλεσμα; Γρατσουνιές. Δεν έφερε σημαντικό αποτέλεσμα. Μια κινητικότητα. Ο ίδιος δεν το κρύβει, λέει ότι “όπου μπορώ θα επιτίθεμαι, είμαι μικρότερος, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας κάνω τη ζωή δύσκολη”. Και μετά από τη διπλωματία των επιστολών η προσφυγή στη Χάγη.
Θα μιλήσουμε λίγο γι` αυτό. Η ενδιάμεση συμφωνία του `95 προβλέπει ότι η Ελλάδα δε θα εμποδίσει την ένταξη του γειτονικού μας Κράτους σε διεθνείς Οργανισμούς εάν αυτή γίνει με το όνομα “FYROM”, με το προσωρινό όνομα δηλαδή. Τυπικά η Ελλάδα δεν έχει παραβιάσει αυτό το άρθρο της ενδιάμεσης συμφωνίας. Για δύο λόγους.
Πρώτον, διότι ναι μεν υπήρξαν δηλώσεις από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ότι η Ελλάδα θα θέσει βέτο εάν χρειαστεί, αλλά τελικώς δε χρειάστηκε, δεν έχουμε μία απόφαση στο Βουκουρέστι που λέει ότι το ΝΑΤΟ ζητάει, απευθύνει πρόσκληση ή προτίθεται να απευθύνει πρόσκληση, αλλά δεν το πράττει επειδή μία χώρα-μέλος, η Ελλάδα, έθεσε βέτο. Το ΝΑΤΟ συλλογικά είπε, ότι για να απευθυνθεί η πρόσκληση, για να ενταχθεί δηλαδή το γειτονικό Κράτος πρέπει να λυθεί το πρόβλημα του ονόματος. Δηλαδή υιοθέτησε ως ΝΑΤΟϊκή, ως συμμαχική θέση τη θέση που είχε διατυπώσει η ελληνική πλευρά. Κατά συνέπεια δεν έχουμε άσκηση βέτο.
Δεύτερον, η γειτονική χώρα δε ζήτησε την ένταξή της με το όνομα “FYROM”, το ζήτησαν οι Αμερικάνοι για λογαριασμό τους, για λογαριασμό των Σκοπίων, όμως τα ίδια τα Σκόπια δεν το ζήτησαν. Άρα και σ` αυτό το σημεί ο υπάρχει νομικό επιχείρημα για την Ελλάδα. Το γεγονός ότι τα Σκόπια έχουν παραβιάσει την ενδιάμεση συμφωνία πολλές φορές, δεν είναι νομικώς ισχυρό επιχείρημα. Γιατί το ακούσαμε από τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών. Το Διεθνές Δικαστήριο θα σου πει: κάνε προσφυγή κι εσύ να καταδικάσω την άλλη πλευρά, τώρα εξετάζω την προσφυγή του άλλου. Κατά συνέπεια, το θέμα που τίθεται είναι ότι μπορεί για το Βουκουρέστι η Ελλάδα να έχει επιχειρήματα και να πει ότι νομικώς τυπικά δεν υπήρξε βέτο και λοιπά και λοιπά, άρα δεν υπάρχει παραβίαση, αλλά μην έχετε καμία αμφιβολία ότι σε επόμενη Σύνοδο του ΝΑΤΟ θα χρειαστεί η Ελλάδα να βάλει βέτο. Και μην έχετε καμία αμφιβολία ότι αν χρειαστεί θα πάνε και τα Σκόπια και θα πουν “θέλουμε να μπούμε σαν “FYROM”, με το όνομα “FYROM””. Άρα η Ελλάδα θα παραβιάσει τότε και τυπικά την ενδιάμεση συμφωνία.
Θέλω να θυμίσω ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία είναι μία συμφωνία η οποία έγινε με σκοπό να δώσει το χρόνο στα δύο μέρη να βρουν οριστική λύση. Γι` αυτό και λέει ότι είναι επταετούς διάρκειας, και μετά τη λήξη της, η οποία ήταν το 2002, το ένα ή και τα δύο μέρη με μία απλή δήλωση μπορεί να αποσυρθούν από τη συμφωνία. Δεν είναι καν η κλασική καταγγελία, δε χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις για ποιο λόγο. Αυτό αναφέρεται στην ίδια τη συμφωνία. Και μετά από 12 μήνες από αυτήν τη δήλωση η συμφωνία αυτομάτως παύει να ισχύει. Όταν η Ελλάδα μπήκε στη θέση “δε θα μπουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ εάν δε βρεθεί λύση” προσωπικά - και δεν ήμουν κανένας ιδιοφυής, φαντάζομαι ότι αυτό ήταν πολύ στοιχειώδες - είχα θέσει το ζήτημα της απόσυρσης από την Ενδιάμεση Συμφωνία, διότι θα το βρίσκαμε μπροστά μας. Πρέπει δε να πω ότι τα ίδια τα Σκόπια προειδοποιούσαν πριν το Βουκουρέστι ότι αν ασκηθεί βέτο τα ίδια θα αποσυρθούν, τα ίδια θα καταγγείλουν την Ενδιάμεση Συμφωνία. Δεν το έκαναν, προτίμησαν να κάνουν την προσφυγή, ελπίζοντας ότι μία καταδικαστική απόφαση. η οποία βεβαίως θα βγει σε τρία, τέσσερα χρόνια, πέντε, θα τους διευκολύνει στη βασική στρατηγική εκτίμηση. Ποια είναι; Τι προσπαθεί ο Γκρούεφσκι;
Ο Γκρούεφσκι ξέρει ότι βρίσκεται σε δεινή θέση, ότι είναι πιασμένος στη μέγγενη. Τι ελπίζει; Ελπίζει ότι αν αντέξει στο χρόνο οι Αμερικανοί και άλλοι δυτικοί εταίροι θα ασκήσουν με την πάροδο του χρόνου όλο και πιο ασφυκτικές πιέσεις στην Αθήνα, και η Αθήνα θα υποχωρήσει. Αν όχι πλήρως, θα αποδεχθεί μία βολική για τα Σκόπια λύση. Αυτή είναι η προσδοκία. Αυτό το χαρτί παίζει.
Μία καταδικαστική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης θα είναι και βούτυρο στο ψωμί του Γκρούεφσκι, δηλαδή θα διευκολύνει την άσκηση τέτοιων πιέσεων. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα οφείλει απέναντι σ` αυτή την πολιτική - η οποία είναι αρθρωμένη και έχει λογική, πρέπει να πούμε, είναι μία πολιτική με στόχο, συνεπής με τον εαυτό της - οφείλει να απαντήσει.
Η δήλωση “θα πάμε στο δικαστήριο και θα πούμε τα επιχειρήματά μας” είναι μία δήλωση αμηχανίας. Προφανώς θα πάμε στο δικαστήριο. Το θέμα όμως δεν είναι νομικό. Η απόφαση της Ελλάδας να συνδέσει την ένταξη της γειτονικής χώρας με την ύπαρξη συμφωνίας είναι μία πολιτική επιλογή, και ως τέτοια πρέπει να την προστατεύσει. Δε θα την μετατρέψει σε νομικό θέμα. Δε σε βολεύει, δε σε συμφέρει, αλλά και δεν είναι φύσει νομικό ζήτημα.
Δε μιλάμε για την υφαλοκρηπίδα, για κάτι που προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο. Οφείλεις λοιπόν να υποστηρίξεις με πολιτικά μέσα την πολιτική επιλογή σου. Και κάτι ακόμη. Οφείλεις να αποδείξεις, όχι μόνο στον Γκρούεφσκι αλλά και σε όλο το πολιτικό σύστημα των Σκοπίων (γιατί ο Γκρούεφσκι αντιμετωπίζει μια σοβαρή αντιπολίτευση, έναν πιο ευέλικτο μακεδονισμό, αλλά λόγω και των εσωτερικών αντιθέσεων μία εσωτερική αντιπολίτευση αρκετά ισχυρή με τον Τσερβένκοφσκι), αλλά και σε όλους τους άλλους παίκτες (έμμεσους παίκτες: Αμερικανούς, Ευρωπαίους και τα λοιπά γειτονικά Κράτη) ότι αυτά που λες τα εννοείς, και ότι είσαι αποφασισμένος να μείνεις αταλάντευτος στη θέση σου, να την υποστηρίξεις μέχρι τέλους.
Όσο ο Γκρούεφσκι εμπράκτως διαπιστώνει ότι όταν επιτίθεται, και δεν έχει κόστος, θα συνεχίσει να το κάνει. Και εγώ στη θέση του να ήμουν αυτό θα έκανα. Εάν όμως η κίνησή του, τού προσκομίσει κόστος θα το σκεφτεί διπλά για την επόμενη φορά. Και κυρίως η πολιτική του, που σήμερα βρίσκει την υποστήριξη της πλειοψηφίας στο λαό του γειτονικού Κράτους θα αρχίσει να εμφανίζει ρήγματα. Γιατί στις εκλογές του Ιουνίου τι είπε ο Γκρούεφσκι; Ποια ήταν η επαγγελία του;
“Θα σας εντάξω στο ΝΑΤΟ και θα προχωρήσει η ενταξιακή πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να κάνουμε εκπτώσεις στο όνομα”. Όσο είναι Πρωθυπουργός το αν θα κάνει εκπτώσεις ή όχι εξαρτάται από τον ίδιο. Το αν όμως θα μπει στο ΝΑΤΟ ή θα προχωρήσει η ενταξιακή πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται από την Αθήνα.
Εάν αυτό το Κράτος, οι πολίτες αυτού του Κράτους συνειδητοποιήσουν και τον επόμενο Δεκέμβριο και ενδεχομένως τον επόμενο Ιούνιο και το μεθεπόμενο Δεκέμβριο, δηλαδή διαπιστώσουν ότι η πολιτική αυτή δε φέρνει αποτέλεσμα θα υποχρεωθούν να προσγειωθούν στην πραγματικότητα, να κάνουν δεύτερες σκέψεις, να συνειδητοποιήσουν ότι είναι πάρα πολύ υψηλό το κόστος, του να είναι μία μαύρη τρύπα όταν ακόμη και η Σερβία θα έχει προχωρήσει και προς το ΝΑΤΟ και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ότι το κόστος της εμμονής στο μακεδονισμό γίνεται πολύ επικίνδυνο για την ίδια την επιβίωση του Κράτους. Όχι γιατί η Ελλάδα θα το απειλήσει, αλλά διότι ξέρουμε ότι υπάρχει η εγγενής αστάθεια λόγω του αλβανικού αλυτρωτισμού.
Κατά συνέπεια, η εδώ και τώρα απόσυρση της Ελλάδας από την Ενδιάμεση Συμφωνία είναι η κίνηση η οποία:
Πρώτα-πρώτα θα σου λύσει το νομικό πρόβλημα εν όψει της δίκης στο Διεθνές Δικαστήριο.
Δεύτερον, θα θέσει τον Γκρούεφσκι απέναντι στην εσωτερική του αντιπολίτευση και απέναντι στις δεύτερες σκέψεις του ίδιου του λαού του, των ίδιων των πολιτών αυτής της χώρας.
Και, τρίτον, θα στείλει το μήνυμα σε όλους τους παίκτες ότι η Ελλάδα αυτή τη φορά δε θα είναι η Ελλάδα που κάτι λέει και μετά από πιέσεις αρχίζει να τα μαζεύει και να κάνει βήματα πίσω.
Εάν συμβεί αυτό, εάν η Ελλάδα δηλαδή στοιχειωδώς διαχειριστεί την υπόθεση, δε θα έλεγα με ηρωισμό, με ορθολογισμό θα έλεγα, με αυτό που επιβάλλει και υπαγορεύει η ίδια η επιλογή που έγινε στο Βουκουρέστι, τότε αυτή η μάχη είναι από τώρα κερδισμένη, κόντρα σε αυτά τα οποία έλεγαν πάρα πολλοί για πολλά χρόνια. Το έφερε έτσι η συγκυρία που η Ελλάδα έχει το πάνω χέρι, το πολιτικό πλεονέκτημα, αρκεί να το ασκήσει με σύνεση, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα και εμμονή. Συγνώμη που επαναλαμβάνω το ίδιο, το θεωρώ την πιο κρίσιμη παράμετρο, δηλαδή το δικό μας λάθος
Θα μου επιτρέψετε να μην μπω σ` αυτά τα οποία γνωρίζετε ήδη, θα μου επιτρέψετε να εστιάσω στα τελευταία, στη διπλωματική πτυχή, γιατί από κει θα κριθεί και η έκβαση αυτής της μάχης.
Γνωρίζετε όλοι, ότι από το 1993, που το Κράτος αυτό εισήλθε στον Ο.Η.Ε. με το προσωρινό όνομα, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, και πολύ περισσότερο μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, όπου και τα δύο μέρη αποδέχτηκαν την υποχρέωση να διαπραγματευτούν για να βρουν ένα κοινά αποδεκτό οριστικό όνομα για το Κράτος.
Θέλω στο σημείο αυτό να επιστήσω την προσοχή σας: δεν αναφέρεται ούτε στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ούτε στην Ενδιάμεση Συμφωνία ότι το όνομα θα είναι για διεθνή χρήση ή θα είναι για κάποια χρήση. Μιλούσαν και τα δύο για ένα όνομα που θα είναι το οριστικό όνομα αυτού του Κράτους, προφανώς για όλες τις χρήσεις. Από τότε μέχρι το 2007 τι είχαμε; Θα κάνουμε έναν πολύ-πολύ επιγραμματικό απολογισμό.
Είχαμε μία διαπραγμάτευση, η οποία με ευθύνη της άλλης πλευράς είχε καταστεί απολύτως προσχηματική, πήγαιναν δηλαδή οι δύο διαπραγματευτές, έπιναν τον καφέ τους, ο Έλληνας διαπραγματευτής έλεγε: να ψάξουμε να βρούμε κάποιο όνομα, ο άλλος έλεγε: “Μακεδονία και μόνο Μακεδονία, και, άντε να σας κάνουμε και τη χάρη εσείς να μας αποκαλείτε μ` ένα όνομα που θα βρούμε, να βάλετε και σε παρένθεση τα Σκόπια”. Να μας ζαχαρώσουν δηλαδή το χάπι. Αυτή ήταν η διαδικασία. Και πρέπει να σας πω ότι μας έσωσε η αλαζονεία τους. Η ελληνική πλευρά ήταν έτοιμη να το δεχτεί, πρότεινε λύσεις, ονομασίες που όχι μόνο απείχαν από τις αρχικές θέσεις, αλλά θα έκαναν ακόμη και αυτούς οι οποίοι μιλούσαν για σύνθετη ονομασία να τους σηκωθεί η τρίχα. Παλεύαμε για μια παρένθεση δηλαδή, και δεν την έκαναν δεκτή. Είναι αυτά τα παιχνίδια που παίζει η Ιστορία.
Όταν αυτό το Κράτος έφτασε να έχει μπροστά του την προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και ήδη είχε κάνει τα πρώτα βήματα στην ενταξιακή πορεία του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε πάρει και τελωνειακή ένωση, είχε γίνει και υποψήφιο προς ένταξη Κράτος με το προσωρινό όνομα “FYROM” το οποίο είχε καταντήσει φύλλο συκής και για την ελληνική διπλωματία, είχε βολευτεί. Το οποίο όνομα πρέπει να ξέρουμε ότι τα ίδια τα Σκόπια αμφισβητούσαν εμπράκτως. Είχαμε και αστείες σκηνές. Ακόμη και σε Κοινοτικά Όργανα που συμμετείχαν υποψήφιες χώρες έβγαζαν το ταμπελάκι με το “FY ROM” και έβαζαν το “Μακεδονία”, με αποτέλεσμα να παράγεται μία εικόνα η οποία δεν ήταν και η καλύτερη, με διαμαρτυρίες και με κατανάλωση διπλωματικής ενέργειας.
Όταν ετέθη, το ζήτημα της ένταξης στο ΝΑΤΟ, εν όψει δηλαδή της Συνόδου Κορυφής στο Βουκουρέστι, η ελληνική πλευρά, η ελληνική διπλωματία είχε δρομολογήσει να επαναλάβει αυτό το οποίο είχε κάνει και τις προηγούμενες φορές, δηλαδή να παρακάμψει το πρόβλημα, να αποδεχθεί την ένταξη με το προσωρινό όνομα “FYROM” εγκαταλείποντας στην πραγματικότητα το τελευταίο όπλο που έχει μείνει στην Ελλάδα.
Έπρεπε μετά να κατεβάσουμε και τα “στόρια” να τους πούμε κι εμείς Μακεδονία γιατί δε θα είχε και νόημα. Δόθηκαν πολλές μάχες στο παρασκήνιο. Και πρέπει να σας πω, ως ρεπόρτερ, ότι δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα γίνει αυτό που τελικώς έγινε στο Βουκουρέστι. Παίχτηκε στον πόντο. Συγκρούστηκαν αντίθετες απόψεις μέχρι να γείρει η ζυγαριά στη θέση που τελικά διατυπώθηκε, δηλαδή στη θέση ότι το γειτονικό μας Κράτος δεν μπορεί να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και δε θα μπορέσει να προχωρήσει και η ενταξιακή πορεία του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εάν δεν έχει βρεθεί μία κοινά αποδεκτή ονομασία, εάν δεν έχει λυθεί το πρόβλημα.
Από τη στιγμή όμως που έγειρε η ζυγαριά και παρά τις πιέσεις που ασκήθηκαν - πιέσεις οι οποίες είχαν αμερικανική σφραγ ίδα κυρίως, αλλά και πιέσεις οι οποίες μεταβολίζονταν και εκφράζονταν και στο εσωτερικό της χώρας - για να μην πω και στο εσωτερικό της Κυβέρνησης. Τελικώς, παρ` όλα αυτά, φτάσαμε στο Βουκουρέστι και έχοντας μία θέση η οποία εκφράστηκε με την ομιλία του Πρωθυπουργού στο δείπνο (δεν έγινε γνωστή αυτή η ομιλία, ήταν μία εξαίρετη ομιλία) έκανε πάρα πολλούς ηγέτες οι οποίοι παλιά έλεγαν “δεν καταλαβαίνουμε τι λέτε”, να πουν ότι οι θέσεις της Ελλάδας ήταν πολύ σοβαρές. Και δεν ήταν μόνο ο Σαρκοζί, ήταν κι άλλοι που το είπαν, με αποτέλεσμα να μη χρειαστεί καν να ασκήσει βέτο η Ελλάδα, είχαμε μία κοινή απόφαση του ΝΑΤΟ. Το λέω αυτό γιατί έχει σημασία σχετικά με την προσφυγή που έκαναν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Μετά από αυτή την απόφαση η Ελλάδα για πρώτη φορά στην πραγματικότητα αποκτά το πολιτικό και διπλωματικό πλεονέκτημα. Εάν αυτή η διπλωματική μάχη ήταν μια παρτίδα σκάκι μεταξύ δύο μαιτρ του παιχνιδιού, τα Σκόπια θα έπρεπε να έχουν εγκαταλείψει την παρτίδα, γιατί η διάταξη, τα πιόνια, εγγυάται ότι η νίκη θα είναι από αυτήν την πλευρά, θα είναι από την πλευρά της Αθήνας. Το λέω αυτό γιατί πραγματικά τα Σκόπια έχουν εγκλωβιστεί, είναι στη μέγγενη. Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβάλει στα Σκόπια να αλλάξουν το όνομά τους, μπορεί όμως να καταστήσει την επιλογή εμμονής στο μακεδονισμό (γιατί δεν είναι μόνο το όνομα του Κράτους το πρόβλημα, έχει να κάνει με το όνομα της ταυτότητας, με τη μονοπώληση της μακεδονικής ταυτότητας, αυτό που ονομάζουμε ιδεολόγημα του μακεδονισμού, εκεί βρίσκεται ο πυρήνας), η επιλογή αυτή μπορεί να καταστεί εξαιρετικά κοστοβόρα, πολιτικά κοστοβόρα για αυτό το Κράτος. Αυτό μπορεί να το κάνει η Αθήνα, και στο Βουκουρέστι το έκανε. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα εμμείνει σ` αυτήν την πολιτική, γιατί αν εμμείνει μπορεί να πούμε ότι έχει εξασφαλισμένη τη νίκη σ` ένα δύσκολο αγώνα, σ` ένα δύσκολο διπλωματικό πόλεμο που κρατάει 18 χρόνια.
Κανονικά θα έπρεπε να είμαστε πολύ σίγουροι ότι αυτό θα συμβεί. Αφού το πλεονέκτημα είναι στο χέρι μας, θα το αφήσουμε; Θα μου επιτρέψετε να κρατήσω μία επιφύλαξη. Η ελληνική πολιτική ελίτ έχει διαπράξει σφάλματα, τα οποία δε θα έπρεπε να έχουν διαπραχθεί. Γι` αυτό θέλω να είμαι επιφυλακτικός.
Μετά το Βουκουρέστι ο Γκρούεφσκι είχε δύο πολιτικές επιλογές, δύο δρόμους. Ο ένας δρόμος ήταν να αποδεχτεί το πολιτικό αποτέλεσμα που παρήγε η απόφαση του Βουκουρεστίου και να αναζητήσει ένα συμβιβασμό μέσα από μία ουσιαστική διαπραγμάτευση με την Ελλάδα, ένα συμβιβασμό που να αντανακλά την πραγματικότητα της περιοχής. Γιατί η Ελλάδα δεν ήθελε ποτέ, και συνεχίζει να μη θέλει, την ταπείνωση των γειτόνων. Ένας ταπεινωμένος γείτονας είναι ένας κακός γείτονας. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να το επιθυμεί αυτό.
Αντίθετα, αν λυθεί μ` έναν τρόπο που να αντανακλά την πραγματικότητα της περιοχής, που να αντανακλά την πραγματικότητα της ιστορίας η Ελλάδα θα είναι ένας πολύτιμος γείτονας - δεδομένου ότι δεν υπάρχουν και άλλες μεγάλες διαφορές.
Ο Γκρούεφσκι δεν επέλεξε αυτόν το δρόμο. Γνωρίζοντας ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν εί ναι μία κι έξω, δεν είναι ή γίνεται τώρα ή δε γίνεται ποτέ, ότι υπάρχει και το άλλο εξάμηνο, η επόμενη Σύνοδος Κορυφής και η μεθεπόμενη, επέλεξε να προσπαθήσει τον πολιτικό και διπλωματικό απεγκλωβισμό με διάφορες κινήσεις, κυρίως ανοίγοντας νέα μέτωπα. Το πολιτικό σύστημα στα Σκόπια ακολούθησε, και βεβαίως ακολούθησε και η κοινή γνώμη μέσα στον εθνικιστικό πυρετό που επικρατεί εκεί. Επαναλαμβάνω: Είναι μία επιλογή η οποία είναι λογική. Γιατί το ΝΑΤΟ δεν έκλεισε οριστικά την πόρτα. Άρα μπορεί να ελπίζει τουλάχιστον, να προσπαθήσει να εξασφαλίσει την ένταξη χωρίς να κάνει υποχωρήσεις στο ζήτημα της ονομασίας. Τι έκανε; Το ξέρουμε. Μακεδονική μειονότητα, περιουσίες, διπλωματία των επιστολών. Θα μου πείτε ποιο το αποτέλεσμα; Γρατσουνιές. Δεν έφερε σημαντικό αποτέλεσμα. Μια κινητικότητα. Ο ίδιος δεν το κρύβει, λέει ότι “όπου μπορώ θα επιτίθεμαι, είμαι μικρότερος, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας κάνω τη ζωή δύσκολη”. Και μετά από τη διπλωματία των επιστολών η προσφυγή στη Χάγη.
Θα μιλήσουμε λίγο γι` αυτό. Η ενδιάμεση συμφωνία του `95 προβλέπει ότι η Ελλάδα δε θα εμποδίσει την ένταξη του γειτονικού μας Κράτους σε διεθνείς Οργανισμούς εάν αυτή γίνει με το όνομα “FYROM”, με το προσωρινό όνομα δηλαδή. Τυπικά η Ελλάδα δεν έχει παραβιάσει αυτό το άρθρο της ενδιάμεσης συμφωνίας. Για δύο λόγους.
Πρώτον, διότι ναι μεν υπήρξαν δηλώσεις από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ότι η Ελλάδα θα θέσει βέτο εάν χρειαστεί, αλλά τελικώς δε χρειάστηκε, δεν έχουμε μία απόφαση στο Βουκουρέστι που λέει ότι το ΝΑΤΟ ζητάει, απευθύνει πρόσκληση ή προτίθεται να απευθύνει πρόσκληση, αλλά δεν το πράττει επειδή μία χώρα-μέλος, η Ελλάδα, έθεσε βέτο. Το ΝΑΤΟ συλλογικά είπε, ότι για να απευθυνθεί η πρόσκληση, για να ενταχθεί δηλαδή το γειτονικό Κράτος πρέπει να λυθεί το πρόβλημα του ονόματος. Δηλαδή υιοθέτησε ως ΝΑΤΟϊκή, ως συμμαχική θέση τη θέση που είχε διατυπώσει η ελληνική πλευρά. Κατά συνέπεια δεν έχουμε άσκηση βέτο.
Δεύτερον, η γειτονική χώρα δε ζήτησε την ένταξή της με το όνομα “FYROM”, το ζήτησαν οι Αμερικάνοι για λογαριασμό τους, για λογαριασμό των Σκοπίων, όμως τα ίδια τα Σκόπια δεν το ζήτησαν. Άρα και σ` αυτό το σημεί ο υπάρχει νομικό επιχείρημα για την Ελλάδα. Το γεγονός ότι τα Σκόπια έχουν παραβιάσει την ενδιάμεση συμφωνία πολλές φορές, δεν είναι νομικώς ισχυρό επιχείρημα. Γιατί το ακούσαμε από τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών. Το Διεθνές Δικαστήριο θα σου πει: κάνε προσφυγή κι εσύ να καταδικάσω την άλλη πλευρά, τώρα εξετάζω την προσφυγή του άλλου. Κατά συνέπεια, το θέμα που τίθεται είναι ότι μπορεί για το Βουκουρέστι η Ελλάδα να έχει επιχειρήματα και να πει ότι νομικώς τυπικά δεν υπήρξε βέτο και λοιπά και λοιπά, άρα δεν υπάρχει παραβίαση, αλλά μην έχετε καμία αμφιβολία ότι σε επόμενη Σύνοδο του ΝΑΤΟ θα χρειαστεί η Ελλάδα να βάλει βέτο. Και μην έχετε καμία αμφιβολία ότι αν χρειαστεί θα πάνε και τα Σκόπια και θα πουν “θέλουμε να μπούμε σαν “FYROM”, με το όνομα “FYROM””. Άρα η Ελλάδα θα παραβιάσει τότε και τυπικά την ενδιάμεση συμφωνία.
Θέλω να θυμίσω ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία είναι μία συμφωνία η οποία έγινε με σκοπό να δώσει το χρόνο στα δύο μέρη να βρουν οριστική λύση. Γι` αυτό και λέει ότι είναι επταετούς διάρκειας, και μετά τη λήξη της, η οποία ήταν το 2002, το ένα ή και τα δύο μέρη με μία απλή δήλωση μπορεί να αποσυρθούν από τη συμφωνία. Δεν είναι καν η κλασική καταγγελία, δε χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις για ποιο λόγο. Αυτό αναφέρεται στην ίδια τη συμφωνία. Και μετά από 12 μήνες από αυτήν τη δήλωση η συμφωνία αυτομάτως παύει να ισχύει. Όταν η Ελλάδα μπήκε στη θέση “δε θα μπουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ εάν δε βρεθεί λύση” προσωπικά - και δεν ήμουν κανένας ιδιοφυής, φαντάζομαι ότι αυτό ήταν πολύ στοιχειώδες - είχα θέσει το ζήτημα της απόσυρσης από την Ενδιάμεση Συμφωνία, διότι θα το βρίσκαμε μπροστά μας. Πρέπει δε να πω ότι τα ίδια τα Σκόπια προειδοποιούσαν πριν το Βουκουρέστι ότι αν ασκηθεί βέτο τα ίδια θα αποσυρθούν, τα ίδια θα καταγγείλουν την Ενδιάμεση Συμφωνία. Δεν το έκαναν, προτίμησαν να κάνουν την προσφυγή, ελπίζοντας ότι μία καταδικαστική απόφαση. η οποία βεβαίως θα βγει σε τρία, τέσσερα χρόνια, πέντε, θα τους διευκολύνει στη βασική στρατηγική εκτίμηση. Ποια είναι; Τι προσπαθεί ο Γκρούεφσκι;
Ο Γκρούεφσκι ξέρει ότι βρίσκεται σε δεινή θέση, ότι είναι πιασμένος στη μέγγενη. Τι ελπίζει; Ελπίζει ότι αν αντέξει στο χρόνο οι Αμερικανοί και άλλοι δυτικοί εταίροι θα ασκήσουν με την πάροδο του χρόνου όλο και πιο ασφυκτικές πιέσεις στην Αθήνα, και η Αθήνα θα υποχωρήσει. Αν όχι πλήρως, θα αποδεχθεί μία βολική για τα Σκόπια λύση. Αυτή είναι η προσδοκία. Αυτό το χαρτί παίζει.
Μία καταδικαστική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης θα είναι και βούτυρο στο ψωμί του Γκρούεφσκι, δηλαδή θα διευκολύνει την άσκηση τέτοιων πιέσεων. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα οφείλει απέναντι σ` αυτή την πολιτική - η οποία είναι αρθρωμένη και έχει λογική, πρέπει να πούμε, είναι μία πολιτική με στόχο, συνεπής με τον εαυτό της - οφείλει να απαντήσει.
Η δήλωση “θα πάμε στο δικαστήριο και θα πούμε τα επιχειρήματά μας” είναι μία δήλωση αμηχανίας. Προφανώς θα πάμε στο δικαστήριο. Το θέμα όμως δεν είναι νομικό. Η απόφαση της Ελλάδας να συνδέσει την ένταξη της γειτονικής χώρας με την ύπαρξη συμφωνίας είναι μία πολιτική επιλογή, και ως τέτοια πρέπει να την προστατεύσει. Δε θα την μετατρέψει σε νομικό θέμα. Δε σε βολεύει, δε σε συμφέρει, αλλά και δεν είναι φύσει νομικό ζήτημα.
Δε μιλάμε για την υφαλοκρηπίδα, για κάτι που προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο. Οφείλεις λοιπόν να υποστηρίξεις με πολιτικά μέσα την πολιτική επιλογή σου. Και κάτι ακόμη. Οφείλεις να αποδείξεις, όχι μόνο στον Γκρούεφσκι αλλά και σε όλο το πολιτικό σύστημα των Σκοπίων (γιατί ο Γκρούεφσκι αντιμετωπίζει μια σοβαρή αντιπολίτευση, έναν πιο ευέλικτο μακεδονισμό, αλλά λόγω και των εσωτερικών αντιθέσεων μία εσωτερική αντιπολίτευση αρκετά ισχυρή με τον Τσερβένκοφσκι), αλλά και σε όλους τους άλλους παίκτες (έμμεσους παίκτες: Αμερικανούς, Ευρωπαίους και τα λοιπά γειτονικά Κράτη) ότι αυτά που λες τα εννοείς, και ότι είσαι αποφασισμένος να μείνεις αταλάντευτος στη θέση σου, να την υποστηρίξεις μέχρι τέλους.
Όσο ο Γκρούεφσκι εμπράκτως διαπιστώνει ότι όταν επιτίθεται, και δεν έχει κόστος, θα συνεχίσει να το κάνει. Και εγώ στη θέση του να ήμουν αυτό θα έκανα. Εάν όμως η κίνησή του, τού προσκομίσει κόστος θα το σκεφτεί διπλά για την επόμενη φορά. Και κυρίως η πολιτική του, που σήμερα βρίσκει την υποστήριξη της πλειοψηφίας στο λαό του γειτονικού Κράτους θα αρχίσει να εμφανίζει ρήγματα. Γιατί στις εκλογές του Ιουνίου τι είπε ο Γκρούεφσκι; Ποια ήταν η επαγγελία του;
“Θα σας εντάξω στο ΝΑΤΟ και θα προχωρήσει η ενταξιακή πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να κάνουμε εκπτώσεις στο όνομα”. Όσο είναι Πρωθυπουργός το αν θα κάνει εκπτώσεις ή όχι εξαρτάται από τον ίδιο. Το αν όμως θα μπει στο ΝΑΤΟ ή θα προχωρήσει η ενταξιακή πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται από την Αθήνα.
Εάν αυτό το Κράτος, οι πολίτες αυτού του Κράτους συνειδητοποιήσουν και τον επόμενο Δεκέμβριο και ενδεχομένως τον επόμενο Ιούνιο και το μεθεπόμενο Δεκέμβριο, δηλαδή διαπιστώσουν ότι η πολιτική αυτή δε φέρνει αποτέλεσμα θα υποχρεωθούν να προσγειωθούν στην πραγματικότητα, να κάνουν δεύτερες σκέψεις, να συνειδητοποιήσουν ότι είναι πάρα πολύ υψηλό το κόστος, του να είναι μία μαύρη τρύπα όταν ακόμη και η Σερβία θα έχει προχωρήσει και προς το ΝΑΤΟ και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ότι το κόστος της εμμονής στο μακεδονισμό γίνεται πολύ επικίνδυνο για την ίδια την επιβίωση του Κράτους. Όχι γιατί η Ελλάδα θα το απειλήσει, αλλά διότι ξέρουμε ότι υπάρχει η εγγενής αστάθεια λόγω του αλβανικού αλυτρωτισμού.
Κατά συνέπεια, η εδώ και τώρα απόσυρση της Ελλάδας από την Ενδιάμεση Συμφωνία είναι η κίνηση η οποία:
Πρώτα-πρώτα θα σου λύσει το νομικό πρόβλημα εν όψει της δίκης στο Διεθνές Δικαστήριο.
Δεύτερον, θα θέσει τον Γκρούεφσκι απέναντι στην εσωτερική του αντιπολίτευση και απέναντι στις δεύτερες σκέψεις του ίδιου του λαού του, των ίδιων των πολιτών αυτής της χώρας.
Και, τρίτον, θα στείλει το μήνυμα σε όλους τους παίκτες ότι η Ελλάδα αυτή τη φορά δε θα είναι η Ελλάδα που κάτι λέει και μετά από πιέσεις αρχίζει να τα μαζεύει και να κάνει βήματα πίσω.
Εάν συμβεί αυτό, εάν η Ελλάδα δηλαδή στοιχειωδώς διαχειριστεί την υπόθεση, δε θα έλεγα με ηρωισμό, με ορθολογισμό θα έλεγα, με αυτό που επιβάλλει και υπαγορεύει η ίδια η επιλογή που έγινε στο Βουκουρέστι, τότε αυτή η μάχη είναι από τώρα κερδισμένη, κόντρα σε αυτά τα οποία έλεγαν πάρα πολλοί για πολλά χρόνια. Το έφερε έτσι η συγκυρία που η Ελλάδα έχει το πάνω χέρι, το πολιτικό πλεονέκτημα, αρκεί να το ασκήσει με σύνεση, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα και εμμονή. Συγνώμη που επαναλαμβάνω το ίδιο, το θεωρώ την πιο κρίσιμη παράμετρο, δηλαδή το δικό μας λάθος
απο το blog http://hellenicrevenge.blogspot.com/ Πηγη:Δίκτυο21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου